- κακοψυχώ
- κακοψυχώ και κακοψυχάω κακοψύχησα, έχω κακό ξεψύχισμα: Κακοψύχησε στα τελευταία του ο καημένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοψυχώ — και κακοψυχάω (Μ κακοψυχῶ) [κακόψυχος] βασανίζομαι στα τελευταία μου, δύσκολα βγαίνει η ψυχή μου νεοελλ. καταριέμαι κάποιον να έχει κακό ξεψύχισμα, να βασανιστεί στα τελευταία του μσν. 1. ασθενώ βαριά 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
κακοψύχι — το [κακοψυχώ] 1. κατάρα που απευθύνεται σε κάποιον να έχει κακό η ψυχή του, να κακοθανατίσει 2. η τάση τών εγκύων για εμετό, η ναυτία τής εγκυμοσύνης … Dictionary of Greek